καταπτερώ

καταπτερώ
καταπτερῶ, -όω (Α) [κατάπτερος]
1. εφοδιάζω με φτερά, φτερώνω
2. μέσ. καταπτεροῡμαι, -όομαι
είμαι ή γίνομαι φτερωτός («πᾱν τὸ σῶμα κατεπτέρωτο», Απολλόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”